Nett.gr
Ασκήσεις και διδακτικό υλικό για τα φιλολογικά μαθήματα Λυκείου

Πίστομα, Κ. Θεοτόκη

http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=82&author_id=11

Συνεχίζω την ιστορία δίνοντας ένα διαφορετικό τέλος…

– Βάλε το πίστομα μέσα!
– Μην σκοτώσεις το μωρό εγώ φταίω νόμιζα πως ήσουν νεκρός τόσο καιρό.
Η γυναίκα έβαλε το μωρό της μέσα στο χώμα με δάκρυα στα μάτια. Στην επιστροφή τους το χωριό ήταν άδειο. Ο φούρνος και το παντοπωλείο έκλεισαν και ο πατήρ γυρνούσε βιαστικά στην οικία του. Οι υπόλοιποι έκλειναν τα παραθυρόφυλλα τους καθώς ψιθύριζαν τα γεγονότα. Η γυναίκα αμέσως έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και δεν έβγαινε από το σπίτι, καθώς δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον θάνατο του μοναδικού παιδιού της. Έτσι μία μέρα πήρε απόφαση να βάλει τέλος στη ζωή της. Όταν ο Αντώνης γύρισε στο σπίτι, αντίκρισε το σώμα της γυναίκας του. Από τότε ξεκίνησε να στεναχωριέται και να φέρεται αρκετά παράξενα. Έτσι μια μέρα από τη στεναχώρια του έκαψε το σπίτι του παραμένοντας μέσα για να ξεφύγει για πάντα από τις ερημιές που τον κυνηγούσαν.

Η γυναίκα του Αντώνη αποδεχόμενη πλήρως το εθιμικό δίκαιο, υποταγμένη στον ρόλο της ως γυναίκας και παρά την απέλπιδα προσπάθειά της να εγείρει τον οίκτο του Αντώνη για τη ζωή του γιου της, εναποθέτει τρυφερά το μικρό παιδί στον λάκκο. Ταυτόχρονα εισέρχεται και η ίδια σε αυτόν ζητώντας από τον Αντώνη να θάψει και τους δύο μαζί ζωντανούς. Εκείνος αρχικά σάστισε και προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη. Η γυναίκα όμως επέμενε χωρίς να αφήνει περιθώριο να σταθεί εμπόδιο στην επιθυμία της. Ο Αντώνης λύγισε μπροστά στην αφοσίωση της μητέρας και δέχτηκε να θάψει και τους δύο ζωντανούς. Με την επιλογή της αυτή αποδέχεται την τιμωρία, ενώ παράλληλα δεν αποκόπτεται από τον δεσμό της με το νεογέννητο παιδί της.

…«Βάλτο πίστομα μέσα». Η γυναίκα στην αρχή μπερδεύτηκε, δεν καταλάβαινε τι της ζητούσε. «Τώρα!» φώναξε αγριεμένα ο Αντώνης δείχνοντας το μωρό, το οποίο έπαιζε με τα μαλλιά της μητέρας του στην αγκαλιά της δίχως να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Η γυναίκα σάστισε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι της ζητούσε να σκοτώσει το ίδιο της το παιδί. «Σε παρακαλώ, κάνε εμένα ό,τι θες αλλά μην το σκοτώσεις, δεν σου έφταιξε σε τίποτα, δεν φταίει αυτό για τίποτα», είπε η γυναίκα κλαίγοντας και τρέμοντας. «Γυναίκα, μη δοκιμάζεις την υπομονή μου» είπε μέσα από τα δόντια του «αν δεν το κάνεις εσύ τώρα, θα το κάνω εγώ και ο θάνατος του παιδιού θα είναι μαρτυρικός. Αν θες να τη γλιτώσεις και εσύ θα κάνεις ό, τι σου λέω». Κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να σκεφτεί ένα σχέδιο και γρήγορα. Τότε τής ήρθε μια ιδέα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και αφού φίλησε το παιδί της το έβαλε πίστομα στον λάκκο. «Ωραία, τώρα πάρε και το φτυάρι να σκεπάσεις τον λάκκο», τη διέταξε. Έκανε ό,τι είπε της είπε. Πήρε αμίλητη του φτυάρι και έτσι όπως μάζευε λίγο χώμα για να σκεπάσει τον λάκκο, ο Αντώνης στάθηκε από πίσω της για να κοιτάζει καλύτερα. «Αυτή είναι η ευκαιρία μου» είπε από μέσα της. Προσποιήθηκε ότι πάει να ρίξει λίγο χώμα στον λάκκο και με μια γρήγορη στροφή τον χτύπησε με το φτυάρι στο κεφάλι. Ο Αντώνης έπεσε κάτω αναίσθητος. Έπρεπε να πάρει μία απόφαση, να τον σκοτώσει ή όχι. Το μητρικό ένστικτο της έδωσε την απάντηση. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, έπρεπε να σώσει το παιδί της και έτσι τον χτύπησε στο κεφάλι με το φτυάρι δυνατά άλλη μια φορά και κοίταξε τον σφυγμό του. «Πέθανε» είπε με μια ιδιαίτερη φυσικότητα στη φωνή της λες και δεν έγινε τίποτα, σήκωσε το μωρό από τον λάκκο, γύρισε και κοίταξε τον Αντώνη που τα μάτια του κοίταγαν άψυχα τον ουρανό και λέγοντας αντίο, έφυγε.

Ο Αντώνης Κουκουλιώτης περιγράφεται απλά ως μια τραγική φυσιογνωμία που χλομιάζει μπροστά στο επερχόμενο συμβάν. Έχει σγουρά μαλλιά, πυκνά σκουρόχρωμα γένια, μαύρο χρώμα δέρματος και είναι κοντός. Δεν προβαίνει ο ίδιος στην πράξη. Επιβάλλει στη γυναίκα του να το κάνει. Ο σαραντάχρονος Αντώνης γυρνάει στο χωριό του από τα βουνά, όπου ζούσε και ως παράνομος, αφού δόθηκε “αμνηστία στους κακούργους”. Βρίσκει τη γυναίκα του με το νεογέννητο, σκοτώνει τον εραστή της, σκάβει έναν λάκκο και ζητάει στη γυναίκα να τοποθετήσει το μωρό της μέσα. Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι ο ψυχικός κόσμος του Αντώνη είναι διαταραγμένος, αφού επιβάλλει στη γυναίκα να δει τον θάνατο του παιδιού της. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται παράνομος και φονιάς, αφού διαπράττει έναν φόνο και στερεί το μέλλον του παιδιού αυτού, αλλά και της μητέρας του επειδή δεν θα την αφήσει να ξεφύγει ούτε αυτή. Άρα, χαρακτηρίζεται και βάναυσος. Η μητέρα θα δει τον γιο της να θάβεται μπροστά στα μάτια της από τον Αντώνη, τον πρώην άντρα της. Στη συνέχεια, θα στερήσει τη ζωή της γυναίκας σκεφτόμενος ότι θα πρέπει να πεθάνει και η ίδια, επειδή τον παράτησε. Τέλος, ο Αντώνης Κουκουλιώτης θα αυτοκτονήσει, διότι δεν θα μπορεί να ζει με τις τύψεις αυτές.

…Η γυναίκα πλησίασε τον λάκκο. Ήταν πράγματι πολύ βαθύς. Κοίταξε με πόνο στα μάτια το μικρό παιδί της, το σφιχταγκάλιασε και κοίταξε τον Αντώνη με μισητό βλέμμα που εκδήλωνε μια αηδία για τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Έκανε το πρώτο της βήμα, πλησίασε περισσότερο. Το βλέμμα της όμως χαμένο στον ορίζοντα. Χάζευε τη φύση που σιγά-σιγά ξυπνούσε, ενώ εκείνη ετοιμαζόταν για τον αιώνιο ύπνο. Έκανε ένα ακόμη βήμα, και βρέθηκε να πέφτει στο κενό αγκαλιά με το αγαπημένο της αγγελούδι.
Ο Αντώνης χωρίς να χάσει καιρό πήρε το φτυάρι και ξεκίνησε να τους σκεπάζει. Την επόμενη μέρα οι χωρικοί τον βρήκαν να κείτεται πίστομα στα χόρτα. Πιο πέρα ήταν πεταμένο ένα όπλο.

Μετά την τραυματική εμπειρία που βίωσε η γυναίκα ακούγοντας τον άνδρα της ότι θα σκοτώσει το μόνο πράγμα που ήταν ποτέ σημαντικό στη ζωή της, εξαγριώθηκε. ήξερε από την αρχή ότι το μωρό της δεν θα είχε καμιά ελπίδα σωτηρίας γνωρίζοντας καλά τον σύζυγό της, όμως ήλπιζε στο να συμβεί το απροσδόκητο. Άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό της που παντρεύτηκε τον διεστραμμένο Αντώνη Κουκουλιώτη. Για αυτό αποφάσισε ότι το παιδί της δεν πρέπει να πληρώσει για τις δικές της αμαρτίες. Σήκωσε το μωρό και άρχισε να τρέχει. Όμως ο Αντώνης Κουκουλιώτης δεν θα άφηνε να τον ξεφτιλίσει έτσι. Πήρε το όπλο και αδίστακτα την πυροβόλησε μαζί με το παιδί της. Τους έθαψε μαζί ήθελα να σηματοδοτήσει ότι αίτιο θανάτου του παιδιού ήταν η ίδια του η μητέρα.

«Βαλ’ το πίστομα μέσα!» διέταξε ο Αντώνης τη γυναίκα του.

Εκείνη πήρε αγκαλιά το μικρό ξανθό μωρό της και έκανε διστακτικά βήματα προς τα πίσω και του απάντησε «Όχι!». Έσφιξε το μικρό στην αγκαλιά της φοβούμενη ότι αν χαλαρώσει το σφίξιμο της, θα χάσει το άτομο που ομορφαίνει τη μίζερη ζωή της.

Ο Αντώνης θυμωμένος την ξαναδιέταξε να βάλει τον μικρό μέσα, αλλά η γυναίκα ακόμα πιο φοβισμένη από πριν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και έκανε αργά βήματα προς τα πίσω.
«Σε παρακαλώ, άσε τον μικρό να ζήσει. Δεν φταίει σε τίποτα», παρακάλεσε η γυναίκα με καυτά δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα. Προσπάθησε να αντισταθεί και να φύγει, αλλά αυτό δεν λειτούργησε, γιατί ο Αντώνης την τράβηξε από το χέρι και πήγε να την χτυπήσει όταν ακούστηκε μία φωνή και εμφανίστηκε η αδερφή της.

«Τι γίνεται εδώ;» φώναξε αγριεμένη και τράβηξε τον Αντώνη από τα χέρια.

«Αντώνη ξέρω τι έκανες, και δεν πρόκειται να σε αφήσω να το ξανακάνεις στην οικογένειά μου. Θα σε κλείσω για πάντα μέσα στη φυλακή, θα σε σκοτώσω κιόλας αν ποτέ χρειαστεί. Δε θα διστάσω! Στο υπόσχομαι…» φώναξε αγριεμένη και αγκάλιασε σφιχτά την αδερφή της, όταν είδε τους λιγοστούς αστυνόμους του χωριού να τρέχουν προς το μέρος τους. Της υποσχέθηκε ότι θα την προστατεύσει και θα τη βοηθήσει να συνεχίσει τη ζωή της και να μεγαλώσει το παιδί της.

Και έτσι έγινε. Η αστυνομία έκλεισε τον Αντώνη μέσα στη φυλακή με την κατηγορία του φόνου και την επιπλέον απόπειρα διπλού φόνου. Επιτέλους η πρώην γυναίκα του ήταν ήρεμη και μπορούσε να συνεχίσει τη ζωή της με το αγαπημένο παιδί της και την οικογένεια της αδερφής της.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.